- δίωρος
- -η, -οαυτός που έχει διάρκεια δύο ωρών: Ο διαγωνισμός ήταν δίωρος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δίωρος — (I) η, ο (AM δίωρος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που διαρκεί δύο ώρες 2. το ουδ. ως ουσ. το δίωρο χρονικό διάστημα δύο ωρών. (II) δίωρος, ον (Α) αυτός που έχει δύο οροθετικούς λίθους … Dictionary of Greek
δίωρον — δίωρος having two boundary stones masc/fem acc sg δίωρος having two boundary stones neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διώρου — δίωρος having two boundary stones masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διώρους — δίωρος having two boundary stones masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek